- Πάνθεια
- Πάνθειονofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθεΐα — Σύζυγος του Αβραδάτα, βασιλιά της Σουσιανής, που έζησε περί το 550 π.Χ. Ήταν, κατά γενική αντίληψη, η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας στην εποχή της. Αιχμαλωτίστηκε από τον Κύρο τον Μεγάλο, αλλά δεν κακοποιήθηκε, γι’ αυτό και ο Αβραδάτας, σε ένδειξη… … Dictionary of Greek
πάνθεια — πάνθειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθειος — ο, θηλ. και πανθεία, ΝΑ νεοελλ. πάρα πολύ θείος, πάρα πολύ θεϊκός, θειότατος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους θεούς, ο κοινός σε όλους τους θεούς 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πάνθειος α) ο θεός τών πάντων β) ονομασία μήνα στη… … Dictionary of Greek
Αβραδάτας — (6ος αι. π.Χ.).Βασιλιάς της Σουσιάνης το 546 π.Χ. Αναφέρεται από τον Ξενοφώντα, άλλοτε ως εχθρός και άλλοτε ως φίλος του Κύρου. Η γυναίκα του Πάνθεια ήταν ονομαστή για την αρετή και την ομορφιά της. Όταν ο Α. σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον των… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανθεϊσμός — ο φιλοσοφικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο θεός και κόσμος είναι το ίδιο, αλλ. πανθεΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)